εὐυπόληπτος — easy to take up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευυπόληπτος — η, ο αυτός που έχει καλή υπόληψη στην κοινωνία, ο σοβαρός, ο αξιοπρεπής: Ευυπόληπτος κύριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐυποληπτότερον — εὐυπόληπτος easy to take up adverbial comp εὐυπόληπτος easy to take up masc acc comp sg εὐυπόληπτος easy to take up neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐυπόληπτον — εὐυπόληπτος easy to take up masc/fem acc sg εὐυπόληπτος easy to take up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐυπολήπτου — εὐυπόληπτος easy to take up masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐυπολήπτους — εὐυπόληπτος easy to take up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐυπόληπτα — εὐυπόληπτος easy to take up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλόγιμος — η, ο (AM ἐλλόγιμος, ον) γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του μσν. νεοελλ. ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος τιμητική προσφώνηση αρχ. μσν. (για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής αρχ. 1. αξιόλογος, ξεχωριστός 2. εύγλωττος 3. λογικός … Dictionary of Greek
ενυπόληπτος — ἐνυπόληπτος, ον (Μ) αυτός που έχει την υπόληψη, την εκτίμηση τών άλλων, ο ευυπόληπτος … Dictionary of Greek
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek